- πληκτικός
- -ή, -ό / πληκτικός, -ή, -όν, ΝΜΑαυτός που προκαλεί πλήξη, ο ανιαρός (α. «πληκτικός άνθρωπος» β. «πληκτική παράσταση» γ. «πληκτικό μέρος» δ. «τῆ ὀσμῇ πληκτικόν», Διοσκ.)αρχ.1. ο κατάλληλος να πλήξει, να χτυπήσει («πληκτικὴ δύναμις», Επίκ.)2. ο έτοιμος να χτυπήσει («πληκτικός... σκορπίος», Αριστοτ.)3. καταπειστικός, αποδεικτικός («πιθανωτέραν καὶ πληκτικωτέραν φαντασίαν», Σέξτ. Εμπ.)4. το θηλ. ως ουσ. ἡ πληκτικήτο ψάρεμα με καμάκι5. το ουδ. ως ουσ. τὸ πληκτικόνα) το να ρίχνει κανείς ασβέστη στον τοίχο με μυστρί, το ριχτό, το πεταχτόβ) (για κρασί) αυτό που φέρνει ζαλάδα.επίρρ...πληκτικά/ πληκτικῶς ΝΑμε τρόπο που προκαλεί πλήξη, ανιαρά.[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. έχει σχηματιστεί από το ρημ. επίθ., το οποίο στην αρχαία Ελλ. απαντά μόνο ως β' σύνθ., -πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. θαλασσό-πληκτος, φρενό-πληκτος κ.ά. Για τη νεοελλ. σημ. τού επιθ. «ανιαρός» βλ. λ. πλήττω].
Dictionary of Greek. 2013.